- μεγαλόσφυκτος
- μεγᾰλό-σφυκτος, ον,A with a large pulse, Gal.2.387,412,8.710.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλόσφυκτος — μεγαλόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατό σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. εύ σφυκτος, κακό σφυκτος] … Dictionary of Greek
μεγαλοσφύκτοις — μεγαλόσφυκτος with a large pulse masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσφύκτων — μεγαλόσφυκτος with a large pulse masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόσφυκτοι — μεγαλόσφυκτος with a large pulse masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek